- ἐκωλύθην
- я был удержан препятствием
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐκωλύθην — ἐκωλύ̱θην , κωλύω hinder aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐκωλύ̱θην , κωλύω hinder aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)